Γκύζη-Φιξ, μια τετραετία δρόμος. Με τα πόδια. Πάντα. Yeats’s Grave. Had they courage equal to desire. Η μίζερη μα δημοφιλής ποίηση της αυτολύπησης. “Αυτολύπηση = ευαισθησία”: παραμύθια στο πάτερο. Μισές κουβέντες, κομμένες. Περαστικά ψαρεμένες, καθώς περνάς από δίπλα τους. Σαν Voyager που εκσφενδονίζεται στο διάστημα. Μισές κουβέντες, καθεμιά και μια ιστορία: “όμως Η ουροδόχος κύστη της γυναίκας…”, “υπάρχει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία όπου κρατάει μια φωτογραφική μηχανή”, “η Ξάνθη, η πόλη της Ξάνθης”, “ναι, ρεεεεεε μαλάκαααα”. Περνάς την Αλεξάνδρας, αριστερά η παράταξη των αμαξιών. Περιμένει στο φανάρι. Πώς έλεγες για αυτές που ποθούσες; terribilis ut acies castrorum ordinata. Terribilis. Ut acies. Στη νησίδα. Τρέχοντας απέναντι. Ποταμός τα αμάξια από Πατησίων. Από Εξάρχεια. Καθημερινή διαδρομή. Νύστα, για το σχολείο. Ιπποκράτους. Φιλόξενα πεζοδρόμια, προστατευμένα από βροχές. Ααβόρα. Αδελφότης Θεολόγων “η Ζωή”. Αυτή η βιτρίνα: ήταν δισκάδικο. Εδώ λιγουρευτηκα το Alive and kicking. Χρυσό-καφέ εξώφυλλο. Παιδί ήμουν, μάξι σινγκλ. Μετά έγινε αφισάδικο. Τώρα βιβλιοχαρτοπωλείο. Οδός Θεσσαλού: Μάρκος Μπαρδάς και Σήφης Σουρώδης. Αναμνήσεις, συνειρμοί, έρχονται, χάνονται. Αφήνουν κάτι; ή είναι οι πορδές του μυαλού; “Ωραία διαδρομή η Ιπποκράτους”. Βλέπω τους πύργους της Défense. Στέρεο Νόβα, τα ταξί τρέχουν. Αυτά προ φασισμού. Οθόνες στα σουβλατζίδικα. Μπάλα. Όλοι κοιτάνε ψηλά. Περνάω από δίπλα τους. Σχεδόν Ντόπλερ. Δεν τελειώνει ο δρόμος. Κατεβαίνουν οι αριθμοί: 106, 104. Αρ νουβώ το 104, ο αριθμός. Μέσα στα Cartwright Gardens. Εξακρίβωση στοιχείων: “τι κάνεις εδώ νεαρέ;”. Ανηφόρι-κατηφόρι. Το σύνορο της Καλλιδρομίου. Απο εδώ έκλεψα την πινακίδα. Από εδώ πιο κάτω σου αγόρασα δώρο. Κοραής και Πύρινος Κόσμος. Γιατί ανήκω εδώ; Γιατί εδώ είμαι ελεύθερος; Ποδηλάτισσες στην Ακαδημίας, ταξιτζήδες κοιτούν αργόσχολα. Η ησυχία της Πανεπιστημίου, λίγο πριν το μποτιλιάρισμα. Μέσα από τη γραμμή, μετα πάλι έξω: εδώ άρχιζε το Άσυλο. Run with me, baby, now. Κι εδώ σε φίλησα. Και πιο κάτω. Σκιές της Κοραή. Κλαυθμώνος. Δεν υπάρχει αυτή η πλατεία. Μόνο συστάδες δέντρων. Καρύτση. Να σταθώ εδώ; Να πιω κάτι; Να διασταυρώσω το βλέμμα μου; Να πιω κάτι; Να πάω πιο πέρα. Λέκκα, Καραγεώργη Σερβίας, δηλαδή έρωτας. Στοές. Πάμφωτες, σκοτεινές, φραγμένες με καγκελόπορτες. Να φάω στο Έβερεστ; Να φάω στα κωλομακντόναλντς; Ερμού. Απλώς πεζόδρομος. Κόσμος περιμένει έξω από το Furin Kazan. Έχω φωτογραφία του υπό βροχή. Να πας πιο πέρα. Indian Kitchen. Παραγγέλνω. Νιώσε το: η οίηση είναι ανασφάλεια. Μπακλαβάδες πολίτικοι. Όμορφα πλήθη και επαρχιώτες επισκέπτες. Πίσω στο Kitchen. Δεν είναι το εγγλέζικο μπιριάνι που ξέρεις. Δεν είναι λιπαρό και βαρύ. Τα μυαλά σου είναι 23, άντε 26 χρονών. Η ηλικία σου όχι. Σκούφου. Ησυχία. Κιμωλία. Πόσες φορές έχω περάσει από εδώ; Τώρα το βλέπω. Αν είχα παρέα θα καθόμουν. Κι αλλού. Και εδώ. Κυδαθηναίων. Μου έμαθε να χαμογελάω. Σιγά σιγά το έμαθα: οι άλλοι θέλουν τη συναναστροφή μου. Δεν το ήξερα πριν. Χρόνια στην φτώχεια. Φτώχεια σημαίνει όχι πολλά πολλά. Το πολλά πολλά κοστίζουν λεφτά. Happiness — bang bang, shoot shoot. Τουρίστες. Ξένος τύπος. Λυσικράτης. Αρεοπαγίτου. Κάθε σαββατόβραδο μέσα ήταν ήττα. Αλλά μπα, μου αρέσει ο καναπές μου. Μου αρέσει το σπίτι μου. Περπατάω γρήγορα. Ο στρωτός ακύμαντος φλοίσβος της κίνησης στην Καλλιρρόης. Στάση Βουλιαγμένης.
Η βιβλιοθήκη μας άλλοτε περιλαμβάνει
όλα τα βιβλία που έχουμε διαβάσει,
μαζί κι εκείνα που έχουν διαβάσει οι φίλοι μας,
και άλλοτε δεν είναι παρά δυο στίχοι
που θυμόμαστε απ’ έξω όταν συναντιόμαστε
στον δρόμο και στα στέκια που διαλέγουμε.
Άλλοτε είναι ένα σπίτι ασφυκτικά γεμάτο με βιβλία
– στα ράφια και στα κομοδίνα, σε τραπεζάκια και σε ντουλάπια –
και άλλοτε ένα σακίδιο που δεν έχει μέσα τίποτε άλλο
εκτός απ’ τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες
και τον Συμβιβασμό του Καζάν.
Αποφασίσαμε λοιπόν
να μοιραστούμε τις περιπέτειες
που ζούμε ανάμεσα σε τυπωμένες
και – κυρίως – σε ατύπωτες σελίδες.
Σας προσκαλούμε σε ένα διαρκές αναλόγιο
μια ατέλειωτη συζητήση
να μιλήσουμε όλοι μαζί, εδώ στο bibliothèque:
Για τα βιβλία που διαβάζουμε και για τα βιβλία που μας έχουν σημαδέψει,
για όλα τα βιβλία για τα οποία θέλουμε να πούμε δυο κουβέντες.
Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό,να γράφουμε και τα δικά μας.
Ποιήματα, ιστορίες, δοκίμια, αφορισμούς,
σχόλια και εντυπώσεις, οτιδήποτε γεννιέται από την επαφή μας
με τον κόσμο γύρω μας και με τον κόσμο μέσα μας ή,
καμιά φορά, και λόγω της έλλειψης οποιασδήποτε τέτοιας επαφής.
Είμαστε λίγοι. Αλλά έχουμε διαρκώς την πόρτα μας ανοιχτή,
για να μπαίνει και να βγαίνει όποιος θέλει.
Όποιος έχει ένα δικό του βιβλίο, ένα δικό του κείμενο,
να φέρει στη βιβλιοθήκη μας κι όποιος ζητάει να πιάσει ένα
από τα δικά μας στα χέρια του.
Είμαστε εξαρτημένοι.
Από τις λέξεις,
τους ήχους,
τις εικόνες
(τις μυρωδιές).
Και ποτέ δεν χορταίνουμε.
Είμαστε aliens.
Είμαστε εκτός πραγματικότητας.
Νομίζουμε πως όλα αυτά δεν αφορούν μόνο εμάς.